- συντυχιά
- η1. τυχαία συνάντηση.2. σύμπτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… … Dictionary of Greek
συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχιᾶν — συντυχία occurrence fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)